"Ένα ίχνος ελπίδας": αποτελέσματα λογοτεχνικού διαγωνισμού

"Ένα ίχνος ελπίδας": αποτελέσματα λογοτεχνικού διαγωνισμού

Το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο ΒΙΒΛΙΟΠΗΓΗ σας ευχαριστεί όλους για τη συμμετοχή σας στο λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος με τίτλο "Ένα ίχνος ελπίδας".

Στο πλαίσιο του διαγωνισμού, λάβαμε πολλά και αξιόλογα διηγήματα από ανθρώπους με μεγάλο ταλέντο και συγγραφική ικανότητα. Έτσι, σας προτρέπουμε όλους να συνεχίσετε να γράφετε, να δημιουργείτε όμορφες ιστορίες και να τις αποτυπώνετε στο χαρτί.

Το διήγημα που ξεχώρισε περισσότερο από όλα στο διαγωνισμό και κέρδισε τη δωροεπιταγή αξίας 100 ευρώ για αγορές από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο μας ήταν το διήγημα του Αντώνιου Ευθυμίου.

Διαβάστε παρακάτω το διήγημα που κέρδισε στο διαγωνισμό και απολαύστε κι εσείς το λογοτεχνικό ύφος και τη συγκινητική ιστορία του διηγήματος.


ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Γεννήθηκα όπως όλοι σ’ ένα μαιευτήριο. Ήμουν ένα αρτιμελές μωρό, με δύο χέρια και δύο πόδια. Έμοιαζα σαν τα υπόλοιπα μωρά... αλλά δεν ήμουν ίδιο. Για πολλά χρόνια στο πρόσωπό μου είχα δύο παράθυρα σφαλιστά. Κάποιοι με αποκαλούσαν τυφλό, μα εγώ έλεγα πως ήμουν ένας σύγχρονος Τειρεσίας που ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο, για να προφητέψει τα δικά του μελλούμενα.

Έμαθα να σφυρηλατώ τα αντικείμενα με την αφή μου, να τους δίνω σχήματα με τη φαντασία μου. Δεν ήμουν μαχητής, αλλά ούτε και ήρωας. Ήμουν ένας απλός διαβάτης που ψηλάφιζε τις λεπτομέρειες ενός κόσμου που δεν έβλεπε, μήπως και μπορέσει να τον σκιαγραφήσει με τις αισθήσεις του. Σμίλεψα με το νου μου τα πρόσωπα της μάνας μου και του πατέρα μου. Χωρίς ενοχές, άδραξα το καλέμι της ψυχής μου και λάξεψα δύο αψεγάδιαστες μορφές. Πώς θα μπορούσα να πράξω διαφορετικά, αφού η μόνη πληροφορία που είχα ήταν η άδολη αγάπη τους;

Μου είχαν μιλήσει αρκετές φορές για τη γαλάζια θάλασσα, τις πράσινες πεδιάδες, τον κίτρινο ήλιο. Είχα ακούσει και για τα λαμπερά αστέρια που μένουν καρφωμένα στον ουρανό και φανταζόμουν ότι θα μοιάζουν με τις παλιές ασημένιες καρφίτσες της γιαγιάς μου. Συλλογιζόμουν πως θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφα όλα αυτά που μου περιέγραφαν και ίσως άξιζε να καταφέρω να δω κάποια στιγμή, για να χαρώ κι εγώ την απεραντοσύνη της ωραιότητάς τους.

Μέσα μου σιγόκαιγε μια ανέσπερη φλόγα που αντί να σβήνει, ολοένα και θέριευε. Ήταν η πίστη μου, πρωτίστως στον Θεό και δευτερευόντως στον άνθρωπο. Δεν λύγισα ποτέ στις δυσκολίες, αλλά στάθηκα όρθιος σαν αγέρωχο κυπαρίσσι. Η επιμονή μου, το αθεράπευτο πείσμα μου ήταν το αλέτρι που όργωνε όλα τα εμπόδια και χάραζε ένα μονοπάτι, για να διασχίσω το ακάνθινο χωράφι της ζωής. Μπορούσα με ευκολία να υπνωτίζω το θυμό μου και με επιδεξιότητα θηριοδαμαστή να δαμάζω τα πάθη μου. Δεν μου ταίριαζε το κλάμα κι ο οδυρμός. Πίστευα πως τα δάκρυα ήταν περιττές φιοριτούρες, για να σιγοντάρει κάποιος τα συναισθήματά του. Μα κλαίνε οι τυφλοί; Φυσικά, και κλαίνε και ονειρεύονται. Κι εγώ ονειρευόμουν όπως όλοι οι άνθρωποι όταν έπεφτα να κοιμηθώ. Κάθε βράδυ, λοιπόν, έχτιζα αόρατα γιοφύρια για να περάσω απέναντι, εκεί όπου βασίλευε το φως. Και κάθε πρωί τα γκρέμιζα άθελά μου σαν ξυπνούσα. Μα τι θα ήμουν χωρίς ελπίδα; Ένα άφτερο πουλί καταδικασμένο να περπατάει στη γη και με παράπονο να θωρεί τον ορίζοντα που ποτέ δεν θα τον φτάσει.

Μια μέρα ο μεγαλύτερος αδερφός μου όρμησε μέσα στο δωμάτιό μου σαν τον αρχαίο δρομέα Φειδιππίδη, για να μου αναγγείλει τα χαρμόσυνα νέα. Είχε έρθει η ώρα του χειρουργείου. Επιτέλους, κατάφερα να κλείσω το ραντεβού με το φως κι έπρεπε να ετοιμαστώ, να φορέσω τα καλά μου. Ήμουν χαρούμενος, γιατί το ένστικτό μου, αυτή η αλάθητη πυξίδα, λειτούργησε σωστά. Την επόμενη κιόλας μέρα θα έμπαινα στο νοσοκομείο. Η καρδιά μου σπαρταρούσε από αγωνία, όπως το ψάρι έξω απ’ το νερό. Δεν φοβόμουν το πολύωρο χειρουργείο, αλλά την αλλαγή. Είχα συνηθίσει το σκοτάδι και πώς θα μου φαινόταν τώρα το φως; Λίγο πριν ο αναισθησιολόγος μου φορέσει τη μάσκα, σκέφτηκα αστραπιαία ότι δεν θα με πείραζε αν αποτύγχανε η εγχείρηση. Εξάλλου, είχα μια κρυφή διόπτρα λίγο πιο κάτω από τα μάτια, εκεί όπου κουρνιάζει η καρδιά, και μ’ αυτήν έβλεπα τα πάντα.

Ξύπνησα απότομα από το λήθαργο, νιώθοντας κάτι βαρύ στο κεφάλι μου. Ήταν οι γάζες. Ταράχτηκα στην αρχή, αλλά η μειλίχια φωνή του γιατρού με καθησύχασε. Μου ζήτησε να ηρεμήσω, να πάρω μια βαθιά ανάσα και να τον αφήσω να μου τις αφαιρέσει. Το ραντεβού με το φως έφτανε σιγά-σιγά στο τέλος του. Ξαφνικά ένιωσα μια ζέστη πριν ανοίξω τα μάτια. Όταν τα άνοιξα, αισθάνθηκα ότι δύο μικροί άγγελοι σφιχταγκαλιάζουν τις ίριδες των ματιών μου. Κούνησα αμέσως το κεφάλι μου, προσπαθώντας να ξεθαμπώσω την πρόσκαιρη καταχνιά. Το πρώτο πράγμα που διέκρινα ήταν μια ηλιαχτίδα που με περισσή αυτοπεποίθηση τρυπούσε το τζάμι. Ύστερα, αντιλήφθηκα την παρουσία του γιατρού και της οικογένειάς μου. Ανίχνευσα όλα εκείνα τα χρώματα που άκουγα από μικρός πάνω στα ρούχα τους, στα έπιπλα, στους τοίχους… Έσυρα αμήχανα το δάχτυλό μου γύρω από τα χαμόγελα των γονιών μου και συνειδητοποίησα πως αυτό πρέπει να είναι το περίγραμμα της ευτυχίας. Έπειτα, τους παρακάλεσα να μου φέρουν ένα καθρεφτάκι για να δω το είδωλό μου. Δεν μου χάλασαν χατίρι. Όταν το πήρα στα χέρια μου κάλυψα προς στιγμήν τη στιλπνή επιφάνεια με την παλάμη μου, αλλά το καταφατικό νεύμα της μάνας μου διέλυσε τους ενδοιασμούς μου. Τελικά, μου άρεσε αυτό που αντίκρισα. Άργησα λιγάκι στο ραντεβού, αλλά τουλάχιστον ήμουν όμορφος.

Tags: αποτελέσματα λογοτεχνικού διαγωνισμού, λογοτεχνικός διαγωνισμός, ένα ίχνος ελπίδας, διαγωνισμός διηγήματος, ΒΙΒΛΙΟΠΗΓΗ