ΕΚΠΤΩΣΗ 10% ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ ΜΑΣ

"Μία και μοναδική ευκαιρία": Το διήγημα του νικητή

  • "Μία και μοναδική ευκαιρία": Το διήγημα του νικητή

Οι εκδόσεις Βιβλιοπηγή ευχαριστούν όλους τους συμμετέχοντες για τα εκατοντάδες αξιόλογα διηγήματα που λάβαμε.

Η επιλογή του νικητή ήταν μια δύσκολη διαδικασία, καθώς την καρδιά μας έκλεψαν πολλά διηγήματα. Η πρωτότυπη πλοκή πάντα μας ενθουσιάζει ενώ το λογοτεχνικό ύφος των διηγημάτων αγγίζει την ευαίσθητη πλευρά της καρδιάς μας.

Το κείμενο που ξεχώρισε πραγματικά ανάμεσα σε όλες τις συμμετοχές ήταν το διήγημα του Στέλιου Παπέλη! Συγχαρητήρια στον νικητή του διαγωνισμού!

Όμως, στις εκδόσεις Βιβλιοπηγή θέλουμε πάντα να επιβραβεύουμε τους συγγραφείς που διαθέτουν εξαιρετικό συγγραφικό ταλέντο. Έτσι, στο λογοτεχνικό διαγωνισμό μας θα διακριθούν άλλοι 4 συγγραφείς που μας ενθουσίασαν με την πλοκή τους και τον τρόπο γραφής τους. Μπορείτε να δείτε αναλυτικά τα αποτελέσματα του διαγωνισμού εδώ

Ας διαβάσουμε, όμως, τώρα το διήγημα του νικητή!


Όλη μας η ζωή είναι μια σειρά από βολές. Κάποιες αστοχούν, κάποιες φτάνουν στο στόχο και άλλες δεν εκτοξεύονται ποτέ. Για εκείνη, όλες οι προηγούμενες είχαν οδηγήσει σε αυτή, τη μία και καθοριστική που τώρα κρατούσε στο χέρι της, καθώς έκανε τα τελευταία βήματα για να σταθεί εβδομήντα μέτρα απέναντι από τον στόχο. Το κοινό ζητωκραύγαζε το όνομά της. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο που είχαν έρθει στο Παρίσι για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες, για να θαυμάσουν την προσπάθεια των αθλητών και να γίνουν μάρτυρες του κοπιαστικού αγώνα τους. Όμως, πόσο από αυτόν έβλεπαν πραγματικά;

Ο εκκωφαντικός θόρυβος δεν έφτανε στα αυτιά της, άκουγε μονάχα τη βαριά ανάσα της καθώς περιεργαζόταν το βέλος ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ζύγιζε μόνο μερικά γραμμάρια, όμως, φαινόταν πιο βαρύ από οτιδήποτε είχε κρατήσει στη ζωή της. Σήκωσε το τόξο και τοποθέτησε το βέλος πάνω στη χορδή. Δεν υπήρχε δεύτερη ευκαιρία, μονάχα μια προσπάθεια που θα έκρινε τα πάντα. Ο χρόνος είχε κοπεί στη μέση κι εκείνη βρισκόταν στην τομή, μόλις μία βολή μακριά από όλα όσα είχε ποτέ ονειρευτεί. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον στόχο, μα στην πραγματικότητα δεν τον έβλεπε. Στη θέση του διέκρινε ένα μικρό κορίτσι που πάλευε να σηκώσει ένα ξύλινο τόξο, σχεδόν μεγαλύτερο από το μπόι της. Ήταν μόλις οκτώ χρονών όταν ο πατέρας της, πρώην αθλητής και ο ίδιος, την είχε πάει για τοξοβολία πρώτη φορά.

«Κράτα το σταθερά», της είχε πει με μια φωνή ήρεμη αλλά και γεμάτη προσμονή. «Ας δούμε τι μπορείς να κάνεις!»

Σήκωσε το τόξο αδέξια και τοποθέτησε το βέλος άτσαλα πάνω στη χορδή. Με μια δειλή κίνηση το τράβηξε προς τα πίσω κι έπειτα, το άφησε να ελευθερωθεί, εξαναγκάζοντάς το σε μια σύντομη, κυρτή κίνηση που δεν πλησίασε καν το στόχο.

«Λυπάμαι, μπαμπά. Είναι πολύ δύσκολο. Είναι πολύ μακριά!» φώναξε.

Εκείνος δεν είχε ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της, ούτε καν για να δει πού είχε καταλήξει το βέλος.

«Τι είναι αυτά που λες;» αναφώνησε με χαμόγελο.

«Τα πήγες τέλεια!» 

«Μα, μπαμπά, δεν το είδες; Δεν πέτυχα τον στόχο. Δεν έφτασα καν κοντά,» είπε εκείνη μπερδεμένη.

«Όμως σήκωσες το τόξο και στόχευσες. Στόχευσες και τόλμησες να ρίξεις τη βολή, σωστά;»

Από εκείνη την ημέρα το τόξο έγινε προέκταση του χεριού της και τα βέλη έφταναν όλο και πιο κοντά στο κέντρο του πολύχρωμου στόχου.

Όταν ήταν μόλις δώδεκα χρονών, συμμετείχε στον πρώτο της αγώνα. Το κλειστό γυμναστήριο μύριζε υγρασία και σκόνη και οι μισοάδειες κερκίδες έμοιαζαν να σφύζουν από ένα πλήθος αυστηρών κριτών που παρατηρούσαν ακούραστα και σχολίαζαν την κάθε της κίνηση. Η βαβούρα στοίχειωνε τις σκέψεις της, στάζοντας μέσα δόσεις αμφιβολίας. Πλησίασε τη θέση της με βαριά και αβέβαια βήματα που έκαναν τις ξύλινες σανίδες να τρίζουν κάτω από τα πόδια της.

«Είναι πολύ μακριά,» ψιθύρισε μέσα της ενώ η χορδή σκλήραινε όλο και περισσότερο, προβάλλοντας μεγαλύτερη αντίσταση στο τράβηγμά της.

Τα δάχτυλά της γλίστρησαν και το βέλος τινάχθηκε άτσαλα, φτάνοντας πολύ μακριά από το στόχο. Το στομάχι της σφίχτηκε, πέταξε το τόξο στο ξύλινο πάτωμα κι έτρεξε έξω, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα γέλια που τρύπωναν στα αυτιά της. Ο πατέρας της έτρεξε από πίσω της. Όμως, εκείνη δεν είχε διάθεση ούτε να μιλήσει, ούτε να ακούσει. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Η διαδρομή της επιστροφής ήταν βυθισμένη στη σιωπή και στις τύψεις. Τον είχε απογοητεύσει, τους είχε απογοητεύσει όλους. Όταν τελικά έφτασαν, έτρεξε στο δωμάτιό της και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Έκλαιγε ώσπου ο ύπνος της έκανε τη χάρη να την απελευθερώσει από τις πικρές σκέψεις της, παίρνοντας μακριά τον πόνο και τη δυστυχία της ημέρας.

Το επόμενο πρωί, το φως του ήλιου γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε πάνω στο τόξο της, το οποίο ήταν τοποθετημένο προσεκτικά στο γραφείο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το άρπαξε σφιχτά και κατέβηκε τρέχοντας στην αυλή.

«Είμαι πολύ περήφανος για σένα,» ακούστηκε η φωνή του από πίσω της, λίγο πριν τραβήξει τη χορδή.

«Μα γιατί; Έγινα ρεζίλι… Είχα μια ευκαιρία και τη σπατάλησα». 

Εκείνος χαμογέλασε και έδειξε προς το τόξο στα χέρια της.

«Η πραγματική σου ευκαιρία δεν ήταν χθες. Ήταν σήμερα, τη στιγμή που διάλεξες να σηκώσεις το τόξο και να ξαναπροσπαθήσεις. Αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο και το κατάφερες».

«Όμως, χθες απέτυχα και αυτό δεν αλλάζει», επέμεινε.

«Τέλεια! Αν σου πω ότι η επόμενη μεγάλη νίκη σου βρίσκεται μόνο μερικές ήττες μακριά, δεν θα ήθελες να αποτυγχάνεις πιο συχνά;»

Πράγματι, οι μεγάλες επιτυχίες δεν άργησαν να έρθουν. Τα χρόνια περνούσαν, οι αγώνες γίνονταν πιο σημαντικοί και τα στάδια μεγαλύτερα. Κάθε νίκη, όμως, πέρα από την ευφορία της στιγμής, έχτιζε σιωπηλά το αόρατο τίμημα του θριάμβου : Όσο πιο ψηλά φτάνεις, το κάθε βήμα προς τα πάνω θεωρείται αναμενόμενο, η επιτυχία δεδομένη. Από τα χαμηλά η ατέλειωτη προσπάθεια να κρατηθείς στην κορυφή δεν διακρίνεται εύκολα. Όμως, η πτώση κάνει θόρυβο, προκαλεί αίσθηση. Η πίεση μεγαλώνει, κάθε βολή οφείλει να είναι αψεγάδιαστη, όχι για εσένα αλλά για όλους εκείνους που βλέπουν μόνο τα εβδομήντα μέτρα ανάμεσα σε εσένα και στον στόχο. Κανείς δεν λογαριάζει τα χιλιόμετρα που έχεις διανύσει για να φτάσεις στην τελική ευθεία, τις νύχτες που η αϋπνία γινόταν αφορμή για εξάσκηση, τις πληγές που έκρυψες για να σταθείς όρθια και να συνεχίσεις να προχωράς. Για εκείνους, η επιτυχία είναι προϊόν ταλέντου, ίσως και τύχης. Ποτέ αποτέλεσμα μόχθου, επιμονής, πείσματος, της άρνησής σου να αποδεχθείς τα όρια που ο κόσμος θέτει για εσένα.

Αυτά είναι δικά σου, το έκδηλο μυστικό σου που οι άλλοι αρνούνται να δουν, που δεν θα καταλάβουν ποτέ. Δεν ήταν ευκολότερο για σένα. Απλώς είχες το σθένος, την πειθαρχία να μαζεύεις τα άστοχα βέλη και να στέκεσαι ξανά μπροστά από τον στόχο μέχρι να πετύχεις το κέντρο του. Το έκανες ακόμη και στα πρόθυρα της κατάρρευσης από την κούραση, ακόμη και τις μέρες που ο φόβος νικούσε τη δύναμή σου, που ήσουν στεναχωρημένη, πονεμένη, που ένιωθες εκείνη την αβάσταχτη μοναξιά κι ας ήσουν στο επίκεντρο του πλήθους. Η παραμικρή ήττα, από την άλλη, δεν συγχωρείται. Δεν συγχωρείται γιατί σε κάνει πιο ανθρώπινη, σε φέρνει πιο κοντά τους. Καταρρίπτει το αφήγημα περί ανθρώπου χωρίς αδυναμίες που οι ίδιοι έχτισαν, στο οποίο σε ώθησαν να πασχίζεις να ανταποκρίνεσαι καθημερινά γιατί τίποτα λιγότερο δεν ήταν αρκετό. Η δική σου προσωπική αποτυχία δίνει μια μικρή ελπίδα, μία φευγαλέα επιβεβαίωση σε όσους δεν κατάφεραν να το τολμήσουν. Αυτό είναι το τίμημα του θριάμβου. Είτε υπάρχει, είτε είναι στο μυαλό σου δεν έχει σημασία, γιατί εσύ το νιώθεις. Όταν ανεβαίνεις στη σκηνή όλοι παρακολουθούν την παράσταση χωρίς να γνωρίζουν τι συμβαίνει πίσω από τις κουρτίνες, εξίσου πρόθυμοι να σε συγχαρούν ή να ασκήσουν κριτική, ανάλογα με το αποτέλεσμα. Όλοι βλέπουν μόνο την τελική βολή και εσύ έχεις μία και μοναδική ευκαιρία να δείξεις τι αξίζεις.

Τώρα βρισκόταν στη σπουδαιότερη αθλητική σκηνή του κόσμου και το τίμημα αυτό φαινόταν βαρύτερο από ποτέ. Απομακρύνθηκε για λίγο από τον κυκλώνα των σκέψεων και επανήλθε στην πραγματικότητα του αγώνα. Το στάδιο απλώθηκε ξανά γύρω της και ο παλμός του πλήθους έφτασε στα αυτιά της σαν κύμα που έσκαγε με όλη τη δύναμή του. Μια σταγόνα ιδρώτα κατηφόρισε στο μέτωπό της.

«Όλος ο κόσμος σε παρακολουθεί,» ψιθύρισε μέσα της.

Τα δάχτυλά της άρχισαν να τρέμουν και να χάνουν τον έλεγχο. Κατέβασε το τόξο και έβγαλε το βέλος από τη χορδή. Είχε ακόμα μερικά δευτερόλεπτα.

Η αιχμηρή φωνή του φόβου επέμενε : «Αν αποτύχεις τώρα, όλα όσα έχεις κάνει όλο αυτόν τον καιρό θα ήταν για ένα τίποτα».

Η αναπνοή της έγινε κοφτή, ο χτύπος της καρδιάς της δυνάμωσε, σαν τύμπανο που αντηχούσε σε ολόκληρο το στάδιο. Έκανε μια αργή στροφή γύρω από τον εαυτό της, αφήνοντας το βλέμμα να περιδιαβεί τις κερκίδες, από άκρη σε άκρη. Ένιωθε τα δάκρυα να μαζεύονται πίσω από τα μάτια της.

Και τότε, το βλέμμα της έπεσε πάνω του, στον προπονητή της, στον πατέρα της που στεκόταν στον πάγκο λίγα μέτρα μακριά και την κοίταζε χωρίς να μιλάει. Δεν χρειαζόταν, γιατί είδε στα μάτια του όλα όσα ήδη ήξερε βαθιά μέσα της. Όλες οι ώρες δουλειάς, οι αποτυχίες, οι μικρές καθημερινές νίκες, όλα όσα της είχε μάθει πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό της. Εκείνη τη στιγμή το κατάλαβε καλύτερα από ποτέ : ο μόνος τρόπος να χάσει ήταν να μην προσπαθήσει.

Εδώ και τώρα είχε την ευκαιρία να ανταμείψει τον εαυτό της, να αγωνιστεί για εκείνη και για εκείνον, που ήταν μαζί της σε κάθε βήμα της διαδρομής. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Κάρφωσε το βλέμμα της στον στόχο και σήκωσε το τόξο. Χαμογέλασε. Το βέλος ήταν τώρα πολύ πιο ελαφρύ, απαλλαγμένο από το βάρος των απαιτήσεων που δεν μπορούσε πλέον να τη συνθλίψει, γιατί το είχε βάλει από κάτω της, σαν σκαλοπάτι για να ανέβει πιο ψηλά.

«Δεν είναι και τόσο μακριά,» σκέφτηκε, καθώς τοποθετούσε το βέλος στη χορδή, με απόλυτη σταθερότητα.

Το τράβηξε προς τα πίσω κι έπειτα, το άφησε. Εκείνο απελευθερώθηκε, όπως και η ίδια και εκτοξεύθηκε σε μια τέλεια ευθεία, διαπερνώντας και θρυμματίζοντας σε χίλια μικρά κομματάκια το αόρατο, γυάλινο κλουβί των προσδοκιών που είχε υψωθεί σαν φυλακή γύρω της. Γύρισε προς εκείνον, ο οποίος ήδη την κοιτούσε, ενώ το βέλος ταξίδευε υπό το βλέμμα των αμέτρητων θεατών που κρατούσαν την ανάσα τους.

«Τα κατάφερα μπαμπά!» φώναξε με όλη της τη δύναμη. «Στόχευσα και έριξα!»

Και το πλήθος ξέσπασε σε εκκωφαντικές επευφημίες…